- εποκέλλειν
- ἐποκέλλεινἐποκέλλωrun ashore: pres inf act (attic epic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἐποκέλλειν — ἐποκέλλω run ashore pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποκέλλω — ἐποκέλλω (Α) 1. σπρώχνω στην ξηρά, ρίχνω έξω («ἐπώκελλον γὰρ τὰ πλοῑα τετιμημένα χρημάτων», Θουκ.) 2. (αμτβ.) (για πλοία) εξοκέλλω, καθίζω («καὶ μίαν μὲν ἐποκείλασαν κατὰ τὸ ἱερὸν τοῡ Πρωτεσιλάου», Θουκ.) 3. εισέρχομαι, εισπλέω («ταύτας δὲ… … Dictionary of Greek